Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

έχω μεγάλες

  • 1 σφίξη

    η
    1) сжимание, сдавливание, стискивание; прижимание; 2) настоятельная необходимость, нужда;

    έχω μεγάλες σφίξεις γιά λεφτά — очень нуждаться, быть очень стеснённым в деньгах;

    δεν έχουμε και καμμιά σφίξη — нет никакой необходимости, нужды;

    3) запор (кишечника);
    4) естественная надобность, позыв

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σφίξη

  • 2 γνωριμία

    γνωριμιά η
    1) знакомство;

    τυπική ( — или απλή) γνωριμία — шапочное знакомство;

    έχει μεγάλες γνωριμίες — у него большие знакомства, большие связи;

    έχω πολλές γνωριμίες — у меня много знакомых;

    κάνω ( — или δίνω, αρχίζω, συνάπτω) γνωριμία μέ κάποιον — знакомиться, завязывать знакомство с кем-л.;

    2) ознакомление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνωριμία

См. также в других словарях:

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • ενακμάζω — ἐνακμάζω (AM) μσν. μαίνομαι εναντίον κάποιου («ἐνακμάζουσι κατὰ τῶν γειτόνων», Ευστάθ.) αρχ. 1. βρίσκομαι στην ακμή, είμαι ώριμος («ὅταν δὲ τὰ λήια ἐνακμάζῃ καὶ ὦσιν oἱ στάχυες ξανθοί», Αιλιαν.) 2. (για φωτιά) έχω μεγάλες φλόγες, μαίνομαι 3. (για …   Dictionary of Greek

  • καθυποτοπούμαι — καθυποτοποῡμαι, έομαι (Α) (επιτατ. τού υποτοπώ, ούμαι) μέ καταλαμβάνουν δυσοίωνες υποψίες, έχω μεγάλες υποψίες, είμαι καχύποπτος για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο τοποῡμαι «υποψιάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κατελπίζω — (Α) 1. (ενεργ. και παθ.) ελπίζω πολύ, έχω μεγάλες ελπίδες, προσδοκώ («κατελπίσαντες... δυνήσεσθαι τοὺς Κελτούς... ἐκβαλεῑν», Πολ.) 2. (με γεν.) στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («κατελπίζειν τῆς αὐτῶν δυνάμεως», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπραγμονώ — έω αποβλέπω σε σπουδαία πράγματα, έχω μεγάλες επιδιώξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλοπράγμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • προκατελπίζω — Α ελπίζω εξ ολοκλήρου εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατελπίζω «έχω μεγάλες ελπίδες, προσδοκώ»] …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»